- ἐλλούς
- ἑλλόςa young deermasc acc plἐλλόςa young deermasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἑλλούς — ἑλλός a young deer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελλοπία — I Τοπωνύμιο του ελλαδικού χώρου κατά την αρχαιότητα. 1. Περιοχή γύρω από τη Δωδώνη και την κοιλάδα των Ιωαννίνων. Σύμφωνα με περιγραφή του Ησίοδου, ήταν εύφορη, πλούσια σε κτηνοτροφία και κατοικημένη από λαό που είχε αναπτύξει τη γεωργία. Η… … Dictionary of Greek
ελλοφόνος — ἑλλοφόνος ον (Α) (ως επίθ. τής Αρτέμιδος) αυτός που φονεύει ελλούς, ελαφάκια … Dictionary of Greek